Αρχαιολογικός χώρος Φθιωτίδων Θηβών

Περίπου 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Νέας Αγχιάλου και 1,5 χιλιόμετρo βόρεια των Μικροθηβών, στον ηφαιστειογενή λόφο Κάστρο, σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Φθιωτίδων Θηβών. Με το όνομα Φθιώτιδες Θήβες είναι γνωστές δύο αρχαίες πόλεις στη Μαγνησία. Η μία είναι επάνω στο ύψωμα Κάστρο και η άλλη είναι η πόλη των Παλαιοχριστιανικών χρόνων στη σύγχρονη Νέα Αγχίαλο.
Η θέση επάνω στον λόφο Κάστρο κατοικήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της Μέσης Νεολιθικής περιόδου, ενώ από τον Απ. Αρβανιτόπουλο αναφέρεται και η ύπαρξη Μυκηναϊκής κεραμικής, χωρίς αντίστοιχα οικιστικά λείψανα. Το όνομα της πρώτης πόλης που αναπτύχθηκε στα Αρχαϊκά χρόνια παραμένει άγνωστο, ενώ το όνομα Θήβα αναφέρεται για πρώτη φορά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Η στρατηγική της θέση και η ακμαία οικονομία της, της επέτρεψαν να πάρει την πρώτη θέση μεταξύ των πόλεων της Αχαΐας Φθιώτιδας και το 302 π.Χ. να κόψει το δικό της νόμισμα. Τα έσοδα της πόλης προέρχονταν, κυρίως, από το λιμάνι της, την αρχαία Πύρασο. Το 217 π.Χ., ο Φίλιππος Ε’ κατέλαβε την πόλη, πούλησε τους κατοίκους της ως δούλους και την μετονόμασε σε Φιλιππούπολη. Έτσι, οι Θήβες εισήλθαν σε περίοδο παρακμής. Κατά τον ιστορικό Στράβωνα, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Θήβαι ήταν μία άσημη πόλη χωρίς να λειτουργεί το λιμάνι της. Κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, οι Θήβες απέκτησαν την μορφή εκτεταμένης Ρωμαϊκής πόλης, η οποία ανακαινίσθηκε, όπως φαίνεται και από την ανακατασκευή του αρχαίου θεάτρου και από έρευνες σε Ρωμαϊκές οικίες. Στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, ένας χριστιανικός ναός κτίστηκε λίγο κάτω από την ακρόπολη και πολλές οικίες εντός των τειχών ανακαινίστηκαν. Τον 5ο μ.Χ. αιώνα, η πόλη συρρικνώθηκε και αναπτύχθηκε η νέα πόλη, οι Χριστιανικές Φθιώτιδες Θήβες στον χώρο όπου βρισκόταν το αρχαίο λιμάνι της Πυράσου.
Οι πληροφορίες του Στράβωνα οδήγησαν, το 1835, τον Άγγλο περιηγητή W. Leake στην ταύτιση της θέσης της αρχαίας πόλης. Το 1907-1907, πραγματοποιήθηκαν από τον Α. Αρβανιτόπουλο οι πρώτες ανασκαφές με χρηματοδότηση του γαιοκτήμονα της περιοχής, Τοπάλη. Στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Αρβανιτόπουλος αναφέρει την αποκάλυψη τεσσάρων στρωμάτων: ενός που ανήκει στα Προϊστορικά χρόνια και τριών που ανήκουν στα ιστορικά χρόνια. Το 1994, πραγματοποιήθηκε μία νέα στρωματογραφική έρευνα που έδειξε μία συνεχή σχεδόν χρήση του λόφου, από τα Προϊστορικά μέχρι τα Ύστερα Βυζαντινά χρόνια. Ο χώρος, πιθανόν να εγκαταλείφθηκε στην πρώιμη Χαλκοκρατία (2000 π.Χ.), και να κατοικήθηκε πάλι στα πρώιμα Αρχαϊκά χρόνια (6ος π.Χ. αιώνας).
Από το 1908 έως το 1991, έγιναν πολύ περιορισμένες έρευνες στην περιοχή, ενώ κατά τη διάνοιξη της Εθνικής Οδού Βόλου-Αθηνών εντοπίστηκε ένα τμήμα του Ανατολικού νεκροταφείου. Το 1972, ο Παύλος Λαζαρίδης καθάρισε τμήμα από την ανατολική παρειά του τείχους, ώστε να είναι ορατό, ενώ το 1972-1973, ερευνήθηκε από την Ευαγγελία Δεϊλάκη ένας αρχαίος ληνός (ελαιοπιεστήριο), καθώς και κάποιοι τάφοι νότια της Εθνικής Οδού.
Παράλληλα, περισυλλέχθηκαν επιτύμβιες στήλες που έφερναν κατά καιρούς στο φως τα καλλιεργητικά μηχανήματα. Από το 1991, η ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (σημερινή Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας), ξεκίνησε εκτεταμένες έρευνες στην πόλη των Φθιωτίδων Θηβών, με αφορμή ένα έργο του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας στην περιοχή.