Αρχαιολογικός χώρος 'Άλου' - Κεφάλωση Αλμυρού

Το τοπωνύμιο «Άλος» παραδίδεται από τον Ομηρικό Κατάλογο των Νηών και τους μεταγενέστερους συγγραφείς. Η Άλος των κλασικών χρόνων ονομάζεται «πόλις» από τον Δημοσθένη και η θέση της προσδιορίζεται στην Αχαϊα. Ο Στράβων ονομάζει την πόλη «ο Άλος», αλλά και «Άλος Αχαϊκή». Η ακριβής θέση της κλασικής πόλης της Άλου δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα, ενώ έχει προταθεί η ταύτισή της με τα αποσπασματικά ερείπια που εντοπίστηκαν στη Μαγούλα Πλατανιώτη, στη δημοτική ενότητα Πλατάνου του Δήμου Αλμυρού.
Κατά την αρχαιότητα, η θέση της Άλου ήταν πολύ σημαντική, καθώς είχε τον έλεγχο του δρόμου επικοινωνίας μεταξύ του βόρειου και νότιου ελλαδικού χώρου. Η ίδρυσή της σχετιζόταν με τις στρατιωτικές δραστηριότητες των Μακεδόνων βασιλέων Δημητρίου Πολιορκητή και Κασσάνδρου στην περιοχή της Μαγνησίας. Κατά την διάρκεια των κλασικών χρόνων η Άλος πολιορκήθηκε, το 347 π.Χ., από τον Παρμενίωνα και παραδόθηκε στους Φαρσάλιους. Η Άλος ξανακτίστηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, το 302 μ.Χ. Η πόλη της εντοπίστηκε στη θέση «Κεφάλωση», στο νότιο τμήμα της πεδιάδας του Αλμυρού, από τους περιηγητές του 19ου αιώνα, οι οποίοι βασίστηκαν στις περιγραφές του Στράβωνα.
Η συστηματική έρευνα στον χώρο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ συνεχίζεται μέχρι και σήμερα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας και το Ολλανδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Κατά την πρώτη φάση των ερευνών στην Άλο, (1976-1990), από το Ολανδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, τοπογραφήθηκαν τα ερείπια της πόλης, (οχυρώσεις και πολεοδομικός ιστός), ενώ πραγματοποιήθηκε και ανασκαφική έρευνα πέντε Ελληνιστικών σπιτιών. Κατά την δεύτερη φάση, (1990-2003), η έρευνα επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη της νοτιοανατολικής κεντρικής πύλης της οχύρωσης, όπου διαπιστώθηκε η χρήση της και μετά την εγκατάλειψη της πόλης, στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Το ίδιο διάστημα, ανασκαφές σε περιοχές έξω από τα τείχη έφεραν στο φως τμήματα από τα νεκροταφεία της πόλης.
Πρόσφατα, κατά την πραγματοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων στην περιοχή, οι αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν νέα ενδιαφέροντα στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά πιστοποιούν την συνεχή κατοίκηση του χώρου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού ως την Γεωμετρική Εποχή, καθώς και κατά την Αρχαϊκή και Ελληνιστική περίδο. Στον χώρο της Ελληνιστικής Άλου έχουν βεβαιωθεί λείψανα οικισμού όπου αποκαλύφθηκαν τμήματα αψιδωτών κτιρίων με αποθηκευτικό χώρο, καθώς και ταφές παιδιών εντός των τειχών, (intra muros). Η έκταση των νεκροταφείων, το πλήθος των ταφών και οι διαφορετικές πρακτικές λατρείας των νεκρών, (ενταφιασμοί και καύσεις), είναι το κυριότερο στοιχείο που κυριαρχεί. Δίκτυο μικρών δρόμων διαιρούσε τις συνοικίες σε οικοδομικά τετράγωνα. Εκτιμάται ότι η πόλη είχε 1400 οικίες και 9000 κατοίκους. Από την έρευνα στα σπίτια και τα νομίσματα που βρέθηκαν φαίνεται ότι η Άλος εγκαταλείφθηκε γύρω στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα μετά από τον καταστροφικό σεισμό, το 265 π.Χ. Η πόλη συνέχισε να κατοικείται έως τον 2ο π.Χ. αιώνα από λιγοστούς κατοίκους που περιορίστηκαν σε πρόχειρα κατασκευασμένες οικίες.
Τα επιβλητικά οχυρωματικά τείχη της πόλης ήταν ενισχυμένα με πύργους και πύλες, ενώ στο δυτικότερο σημείο της οχύρωσης διακρίνονται ερείπια οχυρωμένης ακρόπολης των Βυζαντινών χρόνων, με τείχη που σώζονται σε μήκος 900 μέτρων. Από τα κινητά ευρήματα συμπεραίνεται ότι οι κάτοικοι της Άλου ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια της γης, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Επίσης, τα χάλκινα και αργυρά νομίσματα, (που χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα έως και τον 2ο π.Χ. αιώνα), δείχνουν ότι η πόλη είχε επαφές με περιοχές της Θεσσαλίας, την Εύβοια, την Φθιώτιδα και την Μακεδονία. Τέλος,τα ευρήματα των ανασκαφών στην Άλο βρίσκονται στο Μουσείο της πόλης του Αλμυρού, (7 χιλιόμετρα δυτικά της αρχαίας πόλης), και εκτίθενται σε θεματικές ενότητες: ιδιωτικές οικίες, ταφικά έθιμα, νομισματοκοπία και εμπορικές επαφές.
*Ο αρχαιολογικός χώρος είναι επισκέψιμος έπειτα από συνεννόηση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας.